- διέπομαι
- διέπομαι βλ. πίν. 10
(μόνο στον ενεστ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αιτιοκρατούμαι — διέπομαι από αίτια, υπόκειμαι στις αρχές τής αιτιοκρατίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτία + κρατώ] … Dictionary of Greek
νομοθετώ — (ΑΜ νομοθετῶ, έω) [νομοθέτης] συντάσσω και επιβάλλω νόμους, θεσπίζω κανόνες δικαίου, θεσμοθετώ μσν. (για νόμο) ορίζω τις διατάξεις σχετικά με κάτι μσν. αρχ. ορίζω, καθορίζω κάτι με νόμο («εἰ μὴ χάριν εἰρήνης τὰ πολέμου νομοθετοῑ», Πλάτ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
υπακούω — ὑπακούω ΝΜΑ [ακούω] ακούω με σεβασμό μία επιταγή και συμμορφώνομαι προς αυτήν νεοελλ. 1. είμαι υπάκουος, ευπειθής 2. (κατ επέκτ.) διέπομαι («το φαινόμενο υπακούει στον νόμο τής βαρύτητας») μσν. αρχ. 1. υποτάσσομαι σε κάποιον 2. εκκλ. ψάλλω σε… … Dictionary of Greek